μπανιέρης

μπανιέρης
μπανιέρης και πανιέρης, ὁ (Μ)
δημόσιος κήρυκας, κατώτερος αξιωματικός με καθήκοντα αγγελιαφόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιότ. γαλλ. banier
πρβλ. και λ. μπανάλ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”